- ἐκδύομαι
- ἐκδύωtake offpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'κδύομαι — ἐκδύομαι , ἐκδύω take off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
совлекаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. ἐκδύομαι) снимаю с себя. … … Словарь церковнославянского языка
совлекаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (греч. ἐκδύομαι), разоблачаюсь, раздеваюсь. … … Словарь церковнославянского языка
εναποδύομαι — ἐναποδύομαι (AM) 1. αποδύομαι, εκδύομαι, γδύνομαι σε κάποιον τόπο («ταῑς παλαίστραις ἐναποδύεσθαι», Ιμέρ.) 2. μτφ. ετοιμάζομαι για αγώνα, για δύσκολο έργο («ἐναπεδύσω ἀνδρικῶς πρὸς τοὺς ἀγῶνας», Μηναία) … Dictionary of Greek
υπεκδύομαι — και μτγ ενεργ. τ. ὑπεκδύνω Α υπεκφεύγω, αποφεύγω επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκδύομαι «γδύνομαι, διαφεύγω»] … Dictionary of Greek